Μεταδεδομένα
Τίτλος
Στην αποβάθρα: Στοχασμοί για τα όρια και τους προορισμούς
Κείμενο
Υπάρχουν
π . . . . . . . . . .
ο . . . . . . . . . .
λ . . . . . . . . . .
λ . . . . . . . . . .
{ ; } ά είδη χώρων. . . . . . . . . .
Το υποστήριξε με πάθος ο Γάλλος δοκιμιογράφος Georges Peres στο βιβλίο του Species of Spaces and other Pieces (1974). Πράγματι, μπορούμε να σκεφτούμε χώρους ελεύθερους, ζεστούς, φανταστικούς, γεωμετρικούς, ακατανόητους, καθημερινούς, αποπνικτικούς, ιερούς, μεταβατικούς, τεχνητούς, εγκαταλειμμένους, ψηφιοποιημένους, κατακερματισμένους. Χώρους που μπορούν να ξεκινήσουν με ένα μολύβι, μια γραμμή, ένα pixel, μια πέτρα στο έδαφος που ορίζει και γονιμοποιεί αυτό που φαντάζει ενιαίο. Αυτή η πέτρα, ο λίθινος σχηματισμός ενός ορίου, στην Αρχαία Ρώμη υπήρξε η ένδειξη του θεού Terminus. Το όριο είναι ιερό, εσωκλείει κάτι αλλά όχι με γνώμονα τον περιορισμό. Το όριο τιμάει με αμέτρητες συνδέσεις και πόρους τις δύο καταστάσεις · πολλές φορές ίσως εκεί η ζωή ευδοκιμεί, ακμάζει μετέωρη. Ο Peres (1974 [2000: 14]) προσθέτει πως «ζωή είναι το να περνάς από τον ένα χώρο στον άλλο προσπαθώντας - όσο μπορείς - να μην σκοντάφτεις». Στο όριο κάποιος πρέπει να είναι έτοιμος να δεχθεί συχνά ασαφείς διαδικασίες: η τριβή, η θερμότητα, η ρωγμή, η κινητικότητα, το άγνωστο αλλά και το μέλλον. Το όριο είναι ποιητικό, πολιτικό, καθημερινό, οικουμενικό · όριο μιας περιοχής, μιας εποχής, μιας κοινωνίας.
Κινούμαστε στον χώρο, δεξιά-αριστερά-πίσω-εμπρός-πάνω-κάτω. Όμως το διάνυσμα είναι κενό νοήματος χωρίς οι αισθήσεις και η μνήμη να δίνουν πρόσημο και νόημα σε αυτό · να καθίσταται ο χώρος τόπος. Μπορούμε να σκεφτούμε τους χώρους να έχουν αποχρώσεις όπως οι λέξεις σε ένα κείμενο, όπως τα χρώματα σε έναν πίνακα του Paul Klee · να έχουν υγρασία, θερμοκρασία και πατίνα μνήμης · να δημιουργούν ποικιλία όπως τα άτομα ενός πλήθους στα μάτια του ιερού πλάνητα (flaneur). Παρόλα αυτά, ανάμεσα τους παρατηρεί κάποιος χώρους με μια ξεχωριστή λειτουργία – χώρους που λειτουργούν ως σημεία στίξης, χώρους με μια ενδιάμεση ποιότητα όπως ένας σταθμός. Χώρος μετέωρος, μετάβασης, αναμονής, ονειροπόλησης, φόβου, λύπης, έρωτα και χαράς. Χώρος ταυτόχρονα κυνικός και ευαίσθητος.
Αδιαμφισβήτητα διανύουμε μια μεταιχμιακή εποχή. Όμοια της έχει ξαναυπάρξει αν δεχθούμε την ποιητική εικόνα των δεκαετιών και αιώνων ως κύματα μιας θάλασσας που επαναλαμβάνει διαφορετικά τον εαυτό της. Ατενίζουμε την εποχή με ειλικρίνεια, νοσταλγία, κυνισμό και αισιοδοξία. Η αποβάθρα, η σκαλωσιά, ο σταθμός, οι ράγες, ίσως είναι το πιο ειλικρινές σημείο για μια συλλογική συνειδητοποίηση. Στους millennials το γύρισμα της σελίδας-εποχής αντηχεί πολύ έχοντας υπάρξει η γενιά του Internet, της περιβαλλοντικής κρίσης και της πτώσης του Τείχους. Ατενίζοντας την εποχή με μια μεταμοντέρνα ευαισθησία (metamodern) - μια συνεχή ταλάντωση μεταξύ των προηγούμενων εποχών του μοντέρνου (modern) και μεταμοντέρνου (postmodern). Οι Vermeulen και Van den Akker (2010) στο δοκίμιό τους «Σημειώσεις για τον Μεταμοντερνισμό» περιγράφουν την meta-μοντέρνα συνθήκη σαν «ένα εκκρεμές που ταλαντεύεται ανάμεσα σε αναρίθμητους πόλους», με το πρόθεμα «μέτα-» να εμπνέεται από το Πλατωνικό μεταξύ, το ενδιάμεσο έδαφος.
«Ο meta-μοντερνισμός ταλαντεύεται μεταξύ ενός μοντέρνου ενθουσιασμού και μίας μεταμοντέρνας ειρωνείας, μεταξύ της ελπίδας και της μελαγχολίας, μεταξύ της αφέλειας και της επίγνωσης, μεταξύ της ενσυναίσθησης και της απάθειας. Κάθε φορά που ο μοντέρνος ενθουσιασμός κινείται προς τον φανατισμό η βαρύτητα τον επαναφέρει πίσω στην ειρωνεία∙ τη στιγμή που η ειρωνεία αγγίζει την απάθεια, η βαρύτητα την επαναφέρει πίσω στον ενθουσιασμό» (Vermeulen και Akker, 2010).
Η αποβάθρα χαρακτηρίζεται από μια ξεχωριστή ποιότητα, δεν είναι ένας χώρος-προορισμός, ούτε απλώς ένας χώρος μετάβασης. Είναι ένας οικουμενικός χώρος υπενθύμισης της μεταβατικής μας φύσης, της εφήμερης, παρουσίας μας. Φτάνουμε εδώ από τόσο διαφορετικές ζωές και καθημερινότητες, με τόσο ίδιες ανησυχίες και τραύματα. Στην αποβάθρα επιτελείται μια ‘διαβατήρια τελετή’ (rites of passage) όπως κατά τον 20ο αιώνα περιέγραψαν οι Van Gennep (1908) και Turner (1969). Γινόμαστε μεθοριακές μορφές, εισερχόμαστε μέσα σε μια νέα δομή και κατώφλι – liminal. H αναμονή ζωτικό χαρακτηριστικό της ωρίμανσης, ενώ η περιβάλλουσα υλικότητα ενδυναμώνει το τελετουργικό: ράγες, ρολόγια, πίνακες ανακοινώσεων, φωτεινά σινιάλα, παγκάκια, τσιμέντο, βαγόνια, αριθμοί και δρομολόγια, εισιτήρια και σιωπηλές φιγούρες σταθμαρχών και ταξιδιωτών. Κάποιοι ήρθαν για να φύγουν, κάποιοι άλλοι έφυγαν για να έρθουν. Πίσω στον 19ο αιώνα η σταφιδική κρίση και ο ερχομός του τρένου δημιουργούν μια νέα οριακή συνθήκη. Νέες προοπτικές, επανενώσεις, αποχωρισμοί, ευκαιρίες για δουλειά. Ο χρόνος αποκτά νέα σημασία, νέο τεχνικό λεξιλόγιο, νέα εφήμερα τοπία, ενώ η περιπλάνηση νέες προοπτικές, η μετακίνηση με νέες ταχύτητες, η μεταφορά ιδεών, ανθρώπων, υλικών και προϊόντων «από» και «προς», γίνεται μια νέα πραγματικότητα. Από και προς: προθέσεις με κατεύθυνση.
Where do we go from here – ο τίτλος της φετινής έκθεσης αποτελεί μια προσωπική και συλλογική φράση/σκέψη που ο καθένας συναντάει σε διαφορετικές στιγμές και εποχές. Με τον ίδιο τρόπο οι φετινοί καλλιτέχνες δημιουργούν νέες τροχιές κριτικής σκέψης μέσα στον σταθμό με έργα στις συγκλίσεις performance art, των εγκαταστάσεων και των νέων μέσων. Διάδραση, σώμα, ισορροπία, αντικείμενα επεκτάσεις του ονείρου και της νοσταλγίας, τεχνο-ποιητικές προεκτάσεις του έξω και του μέσα, σε φυσικούς, παρελθοντικούς και δυνητικούς χώρους. Οι Pink Floyd στο Division Bell (1994) αναρωτιούνται αιωρούμενοι μέσα από τα λόγια του Stephen Hawking (1942-2018) που στα αλήθεια πάμε από εδώ, ενώ ο Martin Luther King επιλέγει να αναρωτηθεί σε μια εξίσου μεταιχμιακή εποχή για την πραγματική ελευθερία και δικαιώματα του ατόμου στο βιβλίο του Where Do We Go From Here: Chaos or Community (1967). Η φράση έχει κάτι το ξεχωριστό, meta-μοντέρνα αιωρείται ανάμεσά μας γνωρίζοντας τόσο την τετριμμένη, καθημερινή όσο και πνευματική, οικουμενική φύση της. Αντικατοπτρίζοντας το προσωπικό και το συλλογικό, ανακοινώνεται η ίδια από τα ηχεία του σταθμού, παίρνει την μορφή πολύχρωμου σινιάλου στην άκρη του σταθμού, γίνεται ψίθυρος στο αυτί του αγαπημένου προσώπου, περπατάει περιμένοντας στον χώρο, έχει συντεταγμένες και όνειρα καθώς μπορεί να κοιτάξει προς τα πίσω έχοντας την ελευθερία και το ρίσκο να προχωρήσει εμπρός – προς κάθε δυνατή κατεύθυνση την επόμενη στιγμή.
Βιβλιογραφία
Gennep, A., Van, (1960 [1908]) The Rites of Passage. Trans. Vizedom, M. B., and Caffee, G. L., Chicago. The University of Chicago Press.
King Luther, M. (1967) Where Do We Go From Here: Chaos or Community. Boston: Beacon Press.
Peres, G. (1974) Species of Spaces and Other Pieces. London: Penguin.
Turner, V., (1969) The Ritual Process. New York. Aldine de Gruyter.
Vermeulen, T. and Van den Akker, R. (2010) Notes on Metamodernism, Journal of Aesthetics and Culture, 2:1, DOI: 10.3402/jac.v2i0.5677
Πέρεκ, Ζ. (2000). Χορείες Χώρων. Μτφ. Κυριακίδης, Α., Αθήνα: Εκδόσεις Ύψιλον.
Έτος δημοσίευσης
Σεπτέμβριος 3, 2022
Ιδιότητα συγγραφέα
Εικαστικός, Επιμελητής έκθεσης, Επίκουρος Καθ. Τμήμα Παραστατικών και Ψηφιακών Τεχνών, Σχολή Καλών Τεχνών, Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου